- τεθαλυῖα
- τεθαλυῖα, τέθηλα: see θάλλω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τεθαλυῖα — θάλλω sprout perf part act fem nom/voc sg (epic) τεθᾱλυῖα , θάλλω sprout perf part act fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek